- εγχειρήσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί ή είναι σε θέση να εγχειριστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγχειρήσιμος, -η — ο (ιατρ.), που μπορεί να εγχειρηθεί, ο χειρουργήσιμος: Εγχειρήσιμος όγκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)